- δωδεκάκρουνος
- δωδεκάκρουνοςwith twelve springsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δωδεκάκρουνος — δωδεκάκρουνος, ον (Α) (για πηγή) με δώδεκα κρουνούς … Dictionary of Greek
δωδεκάκρουνον — δωδεκάκρουνος with twelve springs masc/fem acc sg δωδεκάκρουνος with twelve springs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АТТИКА — • Attĭca, ή Άττική (от ακτή, вместо ακτική), называлась раньше также Άκτή, «прибрежная страна», а у поэтов Μοψοπία, или Ίωνία, или Ποσειδωνια и была важнейшей из 8 областей, составлявших собственную (среднюю) Элладу. Она имела форму … Реальный словарь классических древностей